σκεπασμένος
Смотреть что такое "σκεπασμένος" в других словарях:
ανθοσκεπής — ές 1. ο σκεπασμένος με λουλούδια 2. σκεπασμένος, στεγασμένος με ανθοφόρα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + σκεπής < σκέπας, σκεπός «σκέπη, σκέπασμα, κάλυμμα». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον λογοτέχνη και πολιτικό Άγγελο Βλάχο] … Dictionary of Greek
χιονοσκεπασμένος — η, ο, Ν σκεπασμένος με χιόνι, χιονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σκεπασμένος] … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
άσκιαχτος — και άσκιαστος, η, ο (AM ἀσκίαστος, ον) αυτός που δεν σκεπάζεται από σκιά νεοελλ. εκείνος που δεν σκιάζεται, ο ατρόμητος μσν. όποιος δεν είναι σκεπασμένος με σκουριά … Dictionary of Greek
άχωστος — η, ο (Α ἄχωστος, ον) αυτός που δεν είναι χωσμένος, σκεπασμένος με χώμα νεοελλ. άταφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χωστός < χω ( όω), χώννυμι «συσσωρεύω χώμα»] … Dictionary of Greek
έμβρυος — (I) ον βλ. έμβρυο. (II) ἔμβρυος, ον (Α) σκεπασμένος με θαλασσινά βρύα … Dictionary of Greek
έπαφρος — ἔπαφρος, ον (Α) [αφρός] ο σκεπασμένος με αφρό, ο αφρώδης … Dictionary of Greek
αθολοσκέπαστος — η, ο αυτός που δεν είναι σκεπασμένος με θόλο … Dictionary of Greek
ακαπάκωτος — η, ο [καπακώνω] αυτός που δεν είναι σκεπασμένος ή εφοδιασμένος με καπάκι, ξεσκέπαστος, ακάλυπτος … Dictionary of Greek
αμμοσκεπής — ές ο σκεπασμένος, ο στρωμένος με άμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + σκεπής < σκέπω ή σκέπος] … Dictionary of Greek
αμμόχωστος — Πόλη (34.500 κάτ. το 1999) στην ανατολική ακτή της Κύπρου και στον μυχό του ομώνυμου κόλπου. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.971 τ. χλμ.) που καλύπτει μια μάλλον πεδινή και αγροτική περιοχή όπου καλλιεργούνται κυρίως σιτηρά και αμπέλια … Dictionary of Greek